Καδμέιος

Καδμέιος
Καδμεῑος, -έιος
1 of Kadmos, i. e. Theban.

Θηβᾶν ἄπο Καδμεϊᾶν I. 4.53

(Διόνυσον) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμεϊᾶν (v. l. -ειᾶν. as son of Semele, daughter of Kadmos) fr. 75. 12. pro subs., a Theban

λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς P. 9.83

Καδμείων ἀγοὶ N. 1.51

Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21

πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (τουτέστι πρὶν τὰ Νέμεα τεθῆναι. Σ.) N. 8.51

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καδμεῖος — the Cadmeans masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… …   Dictionary of Greek

  • καδμείος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο: Τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου τα έλεγαν καδμεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καδμεῖον — Καδμεῖος the Cadmeans masc acc sg Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖα — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖαι — Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖε — Καδμεῖος the Cadmeans masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμεῖοι — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμηίην — Καδμεῖος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) Καδμήιος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμήια — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl (ionic) Καδμήιος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμήιος — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom sg (ionic) Καδμήιος the Cadmeans masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”